- σκυλόμουτρο
- τοάνθρωπος αναιδής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλόμουτρο — το, Ν 1. ρύγχος, μούρη σκύλου 2. μτφ. άνθρωπος αναιδής, θρασύς και ξετσίπωτος, σκυλομούρης … Dictionary of Greek
σκυλομούρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με τού σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος 2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μούρης (< μούρη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
σκυλόφατσα — η, Ν σκυλόμουτρο … Dictionary of Greek